Η περίοδος από το 1081 ως το 1204, που συμπίπτει με την άσκηση πολιτικής από τις δυναστείες των Κομνηνών και των Αγγέλων, χαρακτηρίστηκε από την ακόμη μεγαλύτερη ανάπτυξη της μεγάλης γαιοκτησίας (της κατοχής, δηλαδή, και αγροτικής εκμετάλλευσης τεράστιων εκτάσεων γης από λίγους γαιοκτήμονες). Η ανάπτυξη αυτή σημειώθηκε γιατί το κράτος χρησιμοποιούσε ολοένα και περισσότερο ξένα μισθοφορικά στρατεύματα και δεν ενδιαφερόταν για την τύχη των μικρών ελεύθερων γεωργών που θα μπορούσαν να επανδρώσουν το στρατό. Έτσι λοιπόν οι τελευταίοι εγκαταλείφθηκαν στην τύχη τους και σιγά σιγά άρχισαν να καταστρέφονται οικονομικά και να λιγοστεύουν. Oι Kομνηνοί αυτοκράτορες, σε αντίθεση με ό,τι έκαναν οι Mακεδόνες, έπαψαν να παίζουν ρόλο διαιτητή ανάμεσα στους μεγάλους γαιοκτήμονες και τους μικρούς ελεύθερους καλλιεργητές. Αποτέλεσμα της πολιτικής αυτής ήταν η μεγάλη γαιοκτησία να αποτελέσει την κύρια μορφή της κατοχής της γης. Πέρα από τις μαρτυρίες των διαθέσιμων γραπτών πηγών, ένδειξη γι' αυτό αποτελεί και η εμφάνιση μιας άλλης μορφής κτηματολογίου παράλληλα με αυτό που υπήρχε πριν, του πρακτικού. Το πρακτικόν περιλάμβανε ακριβή περιγραφή των γαιών μεγάλης ιδιοκτησίας, με κατάλογο των παροίκων, των οικογενειών τους και των ζώων που είχαν.
Βέβαια η μικρή και μεσαία ιδιοκτησία δεν εξαφανίστηκε τελείως: ελεύθεροι καλλιεργητές επιβίωσαν μέχρι το 13ο αιώνα, σε κάποιες περιφέρειες μάλιστα το ποσοστό τους ήταν μεγάλο. Αυτό συνέβη για παράδειγμα στις παράκτιες περιοχές της δυτικής Μικράς Ασίας, λόγω ίσως της φυσικής μεγάλης ευφορίας των εδαφών: στην περιοχή της Σμύρνης συναντάμε, λίγο πριν το 1204, κάποιες οικογένειες αγροτών ιδιαίτερα ευκατάστατες. Στα χρόνια του Μανουήλ Α' Κομνηνού (1143-1180) έγινε προσπάθεια και για αναζωπύρωση του θεσμού των στρατιωτικών κτημάτων, η οποία όμως ήταν μεμονωμένη και χωρίς συνέχεια.