Μόνο οι αθηναίοι πολίτες είχαν το δικαίωμα κατοχής ακίνητης περιουσίας, την οποία μπορούσαν να εκμεταλλευτούν είτε καλλιεργώντας οι ίδιοι τη γη τους είτε νοικιάζοντάς την σε άλλους, εισπράττοντας έτσι μερίδιο από την παραγωγή ή το χρηματικό ποσό για το ενοίκιο. Επίσης μπορούσαν να νοικιάζουν χώρους σε μετοίκους και σε ξένους επισκέπτες που επισκέπτονταν την πόλη και είχαν την ανάγκη εύρεσης στέγης και εξασφάλισης της διατροφής τους.
Οι ξένοι που επισκέπτονταν την πόλη αποτελούσαν πηγή κέρδους για τους κατοίκους, καθώς χρειάζονταν στέγη και τροφή κατά την περίοδο διαμονής τους. Επιπλέον, οι ξένοι ξόδευαν και χρήματα καθώς μίσθωναν δούλους, νοίκιαζαν άμαξες, στήριζαν χρηματικά εμπόρους και επισκέπτονταν πορνεία. Η τελευταία αυτή δραστηριότητα φορολογούνταν.


Στην κινητή περιουσία των κατοίκων της Αθήνας συγκαταλέγονταν ζώα, αντικείμενα, πλοία, δούλοι και νομίσματα. Η αθηναϊκή ιδιωτική περιουσία ήταν ιδιαίτερα υψηλή μετά τους Περσικούς πολέμους και την ανάδειξη της Αθήνας σε κυρίαρχη δύναμη ανάμεσα στους συμμάχους της.


Η ευημερία όμως δεν ήταν δυνατόν να κρατήσει με το ξέσπασμα του Πελοποννησιακού πολέμου και ό,τι επακολούθησε. Μελετώντας δύο στατιστικές που συγκρίνουν τις εισφορές των ετών 428/7 και 378/7 π.Χ. φαίνεται ο βαθμός μείωσης της αθηναϊκής ιδιωτικής περιουσίας που σημειώθηκε στη διάρκεια του πολέμου. Είναι γνωστό ότι το 428/7 π.Χ. η πρώτη εισφορά μετά την κήρυξή του απέδωσε 200 τάλαντα. Δεν έχει όμως σωθεί για την ίδια χρονιά το τίμημα της Αττικής, η συνολική δηλαδή αξία των περιουσιών των αθηναίων ιδιωτών που υπόκειντο στην πληρωμή της εισφοράς. Είναι όμως δυνατόν να υπολογιστεί με βάση τις πληροφορίες που υπάρχουν για το τίμημα του έτους 378/7 π.Χ.
Τον 4ο αιώνα π.Χ. ο κανονικός φόρος για εισφορά στις ιδιωτικές περιουσίες ήταν της τάξης του 1%, ενώ το 2% οριζόταν κατ' εξαίρεση. Με την επιβολή του συγκεκριμένου φόρου, το 378/7 π.Χ., το τίμημα της Αττικής ανήλθε στα 6000 τάλαντα. Εάν τώρα θεωρηθεί ότι η αξία του φόρου δεν ήταν διαφοροποιημένη τον 5ο αιώνα, είναι δυνατόν να υπολογιστεί για τη χρονιά του 428/7 π.Χ. το τίμημα σε 10.000 ή 20.000 τάλαντα. Οποιοδήποτε ποσό και αν επιλεγεί, αυτό που επισημαίνεται είναι μία μείωση στην περιουσία των Αθηναίων της τάξης του 25 ή 40%. Φυσικά θα πρέπει να τονιστεί ότι αυτού του είδους οι στατιστικές βασίζονται σε παραμέτρους για τις οποίες δεν υπάρχουν απόλυτα εξακριβωμένα στοιχεία.

Εκτός όμως από τη μείωση της περιουσίας στα τέλη του 5ου αιώνα παρατηρείται και μία κινητικότητα στις περιουσίες των μελών των εύπορων τάξεων, η οποία μπορεί να θεωρηθεί αποτέλεσμα της πολιτικής κατάστασης στην Αθήνα το 404/3 π.Χ. Οι Τριάκοντα, που ανέλαβαν την ηγεσία της Αθήνας μετά τη λήξη του Πελοποννησιακού πολέμου (404 π.Χ.), δήμευσαν τις περιουσίες πολλών πολιτών (403 π.Χ.) και άλλες τις πούλησαν, ενώ άλλες τις ανακήρυξαν περιουσία της πόλης. Με την επάνοδο της δημοκρατίας, όμως, όσες δημευμένες περιουσίες δεν είχαν πουληθεί επιστράφηκαν στους ιδιοκτήτες τους. Όσον αφορά τις πουλημένες περιουσίες οι νέοι κάτοχοι είχαν το δικαίωμα να κρατήσουν το αφανές μέρος τους, δούλους, χρήματα και έπιπλα, ενώ υποχρεώθηκαν να επιστρέψουν το φανερό μέρος τους, γη και οικίες.


| εισαγωγή | γαιοκτησία-γεωργία | εμπόριο | μεταλλεία | Κλασική Εποχή
| κρατική πρόνοια | λειτουργίες | ιδιωτική περιουσία |

Σημείωση: Επιλέγοντας τις εικόνες μπορείτε να δείτε αυτές σε μεγέθυνση, καθώς και τις επεξηγήσεις τους.
Οι υπογραμμισμένες παραπομπές (links) οδηγούν σε σχετικά με αυτές κείμενα, ενώ οι μη υπογραμμισμένες αποτελούν επεξηγηματικό γλωσσάρι.