Ο Πειραιάς ήταν το κατεξοχήν εμπορικό κέντρο της ανατολικής Μεσογείου. Εκεί έφταναν τα πλοία κάθε μεγάλης πόλης που συμμετείχε στο εμπόριο της περιοχής από την Καρχηδόνα έως και τις πόλεις της χερσονήσου της Κριμαίας. Η Αθήνα έτσι αποτελούσε το κέντρο εισαγωγής και εξαγωγής ποικίλων προϊόντων.


Διάφορες κοινωνικές ομάδες απασχολούνταν με τη διεξαγωγή του αθηναϊκού εμπορίου: κάπηλοι -μικροπωλητές δηλαδή που πουλούσαν τα αγαθά τους σε πάγκους στην αγορά- αχθοφόροι, βαρκάρηδες, ναύκληροι -ιδιοκτήτες πλοίων που εμπορεύονταν δικά τους προϊόντα- και έμποροι που ταξίδευαν με ξένα πλοία.
Επίσης, πλούσιοι Αθηναίοι, ιδιοκτήτες γης ή εργαστηρίων με δούλους, συχνά επένδυαν σε προσοδοφόρα εμπορικά ταξίδια, χωρίς ωστόσο ποτέ οι ίδιοι να εμπλακούν άμεσα στις εμπορικές διαδικασίες.

Ο ρόλος των μετοίκων και των ξένων στο εμπόριο ήταν σημαντικός αλλά όχι και κυρίαρχος. Μολονότι η πλειοψηφία των εμπόρων και των ναυκλήρων αποτελούνταν από μετοίκους, ξένους και δούλους, εκείνοι που χορηγούσαν τα ναυτικά δανεία ήταν πολίτες.

Υπήρχαν Αθηναίοι που ασχολούνταν με το εμπόριο μέσω τραπεζικών μηχανισμών. Οι τραπεζικές συναλλαγές είχαν ευρεία διάδοση στην Αθήνα, καθώς το εμπόριο βασιζόταν στα δάνεια και στην κίνηση κεφαλαίων. Οι περισσότεροι γνωστοί τραπεζίτες δεν ήταν πολίτες, υπήρχαν μάλιστα και ορισμένοι δούλοι.

Αν και ο Δεκελικός πόλεμος επηρέασε αρνητικά τόσο την παραγωγή ελαιόλαδου όσο και την εξόρυξη αργύρου -δύο από τα πιο σημαντικά εξαγόμενα προϊόντα της Αθήνας- δε λειτούργησε καταστροφικά και για το εμπόριο της πόλης. Επιπλέον, την ίδια περίοδο αυξήθηκαν οι ανάγκες για την εισαγωγή διάφορων βασικών προϊόντων, όπως το σιτάρι.

Σε γενικές γραμμές κατά τη διάρκεια του Δεκελικού πολέμου σημειώθηκε μία διαφοροποίηση στις εμπορικές συναλλαγές: μειώθηκαν οι εξαγωγές, ενώ αυξήθηκαν οι εισαγωγές. Το 413 π.Χ. τα συνολικά έσοδα από το θαλάσσιο εμπόριο ολόκληρης της Αθηναϊκής ηγεμονίας ξεπερνούσαν τα 18.000 τάλαντα, ενώ το μερίδιο του Πειραιά πρέπει να ήταν τουλάχιστον το 25%, δηλαδή 4500 τάλαντα. Η αξία όμως συνολικά των εισαγωγών και εξαγωγών στον Πειραιά το 402/1 π.Χ. ήταν 1800 τάλαντα και το 401/0 ακόμη λιγότερα. Ωστόσο, επειδή τα 1800 τάλαντα δε θεωρούνται ποσό ανάξιο λόγου, μπορεί να ειπωθεί ότι η οικονομία της Αθήνας δεν κατέρρευσε, απλά υπέστη μία μεγάλη κρίση.

Υπήρχαν πολίτες που κατάφεραν και δημιούργησαν περιουσία στα χρόνια του Πελοποννησιακού πολέμου, όπως για παράδειγμα ο Ανδοκίδης από το δήμο Kυδαθηναίων. Μετά το 415 π.Χ., όταν έχασε ό,τι του ανήκε, άρχισε να εισάγει σιτάρι και ξυλεία στην Αθήνα, καθώς και σιτάρι και χαλκό στη Σάμο -που εκείνη την εποχή λειτουργούσε ως αθηναϊκή ναυτική βάση- αποκτώντας έτσι γρήγορα καινούργια περιουσία.


| εισαγωγή | γαιοκτησία-γεωργία | εμπόριο | μεταλλεία | Κλασική Εποχή
| κρατική πρόνοια | λειτουργίες | ιδιωτική περιουσία |

Σημείωση: Επιλέγοντας τις εικόνες μπορείτε να δείτε αυτές σε μεγέθυνση, καθώς και τις επεξηγήσεις τους.
Οι υπογραμμισμένες παραπομπές (links) οδηγούν σε σχετικά με αυτές κείμενα, ενώ οι μη υπογραμμισμένες αποτελούν επεξηγηματικό γλωσσάρι.