Oι Έλληνες στην αρχή έγραφαν, όπως και οι Φοίνικες, από τα δεξιά προς τα αριστερά (επί τα λαιά) χωρίς διαχωρισμό των λέξεων ή των φράσεων. Η ακολουθία των γραμμάτων μπορούσε να πάρει οποιαδήποτε φορά, ανάλογα με την επιφάνεια στην οποία έγραφαν. Εμφανίζονται έτσι κυκλικές ή πεταλοειδείς επιγραφές. Στις επίπεδες επιφάνειες βέβαια επικράτησε η οριζόντια γραφή. Πολύ νωρίς άρχισε να εφαρμόζεται ένας πρωτότυπος τρόπος συνεχόμενης γραφής, που αποκαλούνταν βουστροφηδόν. Φτάνοντας στην άκρη του στίχου η επιγραφή συνέχιζε στον επόμενο με αντίθετη πλέον φορά, ακριβώς όπως η πορεία που ακολουθούν τα βόδια κατά το όργωμα. Και οι δύο αυτοί τρόποι εγκαταλείφθηκαν στη διάρκεια του 6ου αιώνα π.X. και επικράτησε η γραφή με φορά από αριστερά προς τα δεξιά, η οποία ήταν πιο πρακτική, καθώς η μεγάλη πλειοψηφία των ανθρώπων είναι δεξιόχειρες. Ο διαχωρισμός των λέξεων άρχισε να σημαίνεται με δύο ή τρεις στιγμές σε κάθετη διάταξη.


Οι σωζόμενες επιγραφές από την Αρχαϊκή περίοδο βρίσκονται χαραγμένες ή ζωγραφισμένες σε πηλό, λαξευμένες σε λίθο ή χαραγμένες σε μέταλλο. Τα υλικά αυτά αντιπροσωπεύουν ό,τι μπόρεσε να αντέξει στο χρόνο και είναι αυτονόητο ότι ευρύτερη χρήση είχαν άλλα φθαρτά υλικά, όπως το ξύλο, το δέρμα, το κερί και ο πάπυρος. Το πλέον διαδεδομένο μέσο γραφής πρέπει να ήταν οι ξύλινοι πίνακες με επικάλυψη κεριού, στους οποίους τα γράμματα χαράσσονταν με το στύλο και μπορούσαν εύκολα να σβηστούν και να ξαναγραφούν. Στα λευκώματα -που ήταν ξύλινοι πίνακες με επικάλυψη γύψου- έγραφαν με τη βοήθεια χρωματικής ουσίας. Η σύνδεση δύο ή περισσότερων τέτοιων πινάκων επέτρεπε τη δημιουργία δίπτυχου ή πολύπτυχου αντίστοιχα, ικανού να προστατεύει τη γραφή και να επιτρέπει το σφράγισμα και την εξασφάλιση του απόρρητου.


Η λέξη δέλτος που στα ελληνικά σημαίνει τον απλό πίνακα γραφής, είναι σημιτικής προέλευσης και εύλογα μπορεί να συμπεράνει κανείς ότι η δέλτος στην Ελλάδα είναι τόσο παλιά όσο και το αλφάβητο. Δέρμα περιτυλιγμένο σε ξύλινη ράβδο, ο λεγόμενος κύλινδρος, ήταν σε ευρεία χρήση στην ασσυριακή αυτοκρατορία. Ανάλογοι κύλινδροι ήταν γνωστοί στην Ελλάδα κατά τον 7ο αιώνα π.X., όπως φαίνεται από την αναφορά του Αρχίλοχου στη ράβδο (σκυτάλη). Η χρήση της λέξης διφθέρα (δέρμα) ήταν τόσο εδραιωμένη στο σχετικό με τη γραφή λεξιλόγιο, ώστε -σύμφωνα με τον Ηρόδοτο- να αποκαλούνται έτσι ακόμη και οι πάπυροι. Οι τελευταίοι εισάγονταν στην Ελλάδα είτε απευθείας από την Αίγυπτο είτε μέσω των φοινικικών εμπορικών σταθμών, όπως ήταν η Βύβλος. Η προέλευση αυτή οδήγησε στην ονομασία του παπύρου σε "βίβλος" και "βιβλίο". Η διάδοσή του ως προσιτό, αν και οπωσδήποτε ακριβό, μέσο γραφής συνδέεται προφανώς με την ίδρυση της ελληνικής αποικίας της Ναυκράτιδος στην Αίγυπτο, γύρω στα 600 π.X. Στα πρώτα χρόνια της γραφής το λεύκωμα και το δέρμα, και στη συνέχεια ο πάπυρος, θα πρέπει να θεωρηθούν τα κύρια υλικά για τα δημόσια έγγραφα. Αντίστοιχα, η ιδιωτική γραφή εμφανίζεται την ίδια περίοδο κυρίως σε όστρακα και πρέπει να υποθέσουμε και σε κερωμένους πίνακες, που όμως δε σώθηκαν.



| εισαγωγή | δομές | δίκαιο | αξίες | Αρχαϊκή Περίοδος

Σημείωση: Επιλέγοντας τις εικόνες θα δείτε μια σύντομη περιγραφή.