Το σημαντικότερο εργαστήριο κεραμικής κατά τον 7ο αιώνα π.Χ. ήταν εκείνο της Κορίνθου, τόσο από την άποψη των νεoτερισμών και της ευρηματικότητας που επέδειξε, όσο και από την πλευρά της διάδοσης των αγγείων του, και συνεπώς της επιρροής που άσκησε στα άλλα κέντρα. Στην Κόρινθο η μετάβαση από τα γεωμετρικά προς τα ανατολίζοντα πρότυπα έγινε πολύ νωρίς, προφανώς γιατί η πόλη είχε αναπτυγμένες εμπορικές δραστηριότητες και μεγάλη εξοικείωση με την ανατολική μικροτεχνία. Η επικράτηση των φυσιοκρατικών τάσεων βρήκε πρόσφορο έδαφος στην καλλιεργημένη αίσθηση μικρογραφικής ακρίβειας των κορίνθιων αγγειογράφων. H τεχνική που επέτρεψε τη διακόσμηση μικρών αγγείων -όπως ήταν οι σφαιρικοί αρύβαλλοι και οι κοτύλες- ήταν μια εφεύρεση των κορίνθιων αγγειογράφων και ονομάστηκε μελανόμορφη τεχνική. Σ' αυτήν η μορφή σχεδιαζόταν σαν σκιαγραφία, αλλά πριν από το ψήσιμο του αγγείου οι λεπτομέρειες χαράσσονταν με ένα αιχμηρό εργαλείο αφαιρώντας ταυτόχρονα μία λεπτή λουρίδα βερνικιού. H παραγωγή στον κορινθιακό Kεραμεικό χωρίζεται σε δύο μεγάλες περιόδους με αρκετές υποκατηγορίες. H κάθε περίοδος διήρκεσε περίπου έναν αιώνα: η πρωτοκορινθιακή από το 720 έως το 625 π.Χ. και η κορινθιακή από το 625 μέχρι το 535 π.Χ.


Πρωτοκορινθιακή

Πρώιμη πρωτοκορινθιακή ή περίοδος των σφαιρικών αρυβάλλων, 720-690 π.Χ. Αρύβαλλοι και κοτύλες διακοσμούνταν με ζώα και φυτά -πραγματικά ή φανταστικά- συχνά ζωντανεμένα με επίθετα χρώματα.
Mέση πρωτοκορινθιακή I ή περίοδος των ωοειδών αρυβάλλων I, ή περίοδος του Α' μελανόμορφου ρυθμού, 690-670 π.Χ. Μαζί με το νέο τύπο αρυβάλλων εμφανίζεται και μια ριζική στροφή στο θεματολόγιο. Τα φυτικά μοτίβα και τα ζώα υποχωρούν σε δευτερεύουσες ζώνες, παραχωρώντας την κυρίως επιφάνεια του αγγείου σε αφηγηματικές σκηνές.
Mέση πρωτοκορινθιακή II ή περίοδος των ωοειδών αρυβάλλων, ή περίοδος του Β' μελανόμορφου ρυθμού, 670-650 π.Χ. Η περίοδος αυτή αντιπροσωπεύει το αποκορύφωμα της πρωτοκορινθιακής αγγειογραφίας. Οι αναλογίες των μορφών απέκτησαν φυσικότητα, οι μορφές που αλληλοεπικαλύπτονταν αποδόθηκαν πιστά με μια αίσθηση βάθους και η μικρογραφική δεξιοτεχνία κατέκτησε τη σχολαστική ακρίβεια. Ένα ωραίο δείγμα αυτών των επιτευγμάτων είναι ο αρύβαλλος Mac-Millan.
Ύστερη πρωτοκορινθιακή ή περίοδος των απιόσχημων αρυβάλλων, 650-625 π.Χ. Στην τελευταία φάση του ο πρωτοκορινθιακός μελανόμορφος ρυθμός πειραματίστηκε αρκετά με τα επίθετα χρώματα, δημιουργώντας μια ιδιότυπη πολυχρωμία. Στην περίοδο αυτή ανήκουν εξαίρετα αγγεία, όπως η όλπη Chigi, που εμφανίζουν την τάση ν' αποδίδουν φυσιοκρατικά τις μορφές, ενώ απουσιάζουν σχεδόν τελείως τα διακοσμητικά μοτίβα.


Κορινθιακή

Μεταβατική, 625-610 π.Χ. Κατά την περίοδο αυτή συνεχίστηκαν αρκετά από τα στοιχεία της προηγούμενης, με φανερά ωστόσο τα σημάδια κάποιας σχηματοποίησης και άψυχης επανάληψης.
Πρώιμη κορινθιακή, 610-580 π.Χ. Παράλληλα με τις γνωστές ζωφόρους ζώων, που σε αυτή τη φάση γεμίζονταν με διάφορα παραπληρωματικά μοτίβα και κυρίως με ρόδακες, τα μεγάλα αγγεία -όπως ο κιονωτός κρατήρας- εξακολούθησαν να κοσμούνται με διηγηματικές σκηνές, συνήθως απλουστευμένες και αφρόντιστες.
Μέση κορινθιακή, 580-555 π.Χ. Στη φάση αυτή τα σώματα των ζώων επιμηκύνονταν, για να γεμίζουν εύκολα τις ζωφόρους, ενώ ακόμα και οι ρόδακες μετασχηματίστηκαν σταδιακά σε απλές κουκκίδες.
Ύστερη κορινθιακή, 555-535 π.Χ. Οι κορίνθιοι κεραμείς και αγγειογράφοι, προκειμένου να συναγωνιστούν τους Αθηναίους, μιμήθηκαν το σχήμα του ενιαίου αμφορέα και τη διακόσμηση "σε μετόπες". Ορισμένοι ζωγράφοι επεξεργάστηκαν κάποιες ενδιαφέρουσες παραστάσεις με χρήση επίθετου λευκού και κόκκινου χρώματος. Αυτά ήταν και τα τελευταία έργα που είχαν να επιδείξουν κάποιες αξιώσεις. Ό,τι ακολούθησε μετά το 535 π.Χ., ήταν ασήμαντα -συνήθως μικρού μεγέθους- έργα για τοπική κυρίως κατανάλωση.



| εισαγωγή | γράμματα | τέχνες | θρησκεία | Αρχαϊκή Περίοδος

Σημείωση: Επιλέγοντας τις εικόνες θα δείτε μια σύντομη περιγραφή.