Οι θαλαμοειδείς τάφοι είναι υπόγειοι χώροι σκαμμένοι σε πλαγιές λόφων που χρησιμοποιούνταν για πολλές διαδοχικές ταφές και αποτελούν τον πιο διαδεδομένο τύπο τάφου της Μυκηναϊκής εποχής. Το είδος αυτό εμφανίστηκε κατά την Υστεροελλαδική ΙΙ και συνεχίστηκε μέχρι την Υστεροελλαδική ΙΙΙ Γ περίοδο. Τα περισσότερα ωστόσο και χαρακτηριστικότερα δείγματά του ανήκουν στην Υστεροελλαδική ΙΙΙΑ-Β περίοδο. Οι θαλαμοειδείς τάφοι ίσως προέκυψαν από την ανάμιξη στοιχείων των κιβωτιόσχημων και των λακκοειδών τάφων της πρώιμης Μυκηναϊκής εποχής, ενώ δεν αποκλείεται και η προέλευσή τους από τις Κυκλάδες, όπου υπήρχαν σε μια παρόμοια μορφή ήδη από την Πρώιμη Χαλκοκρατία.

Γενικά παρατηρούνται αρκετές διαφορές στο σχήμα και στην ποιότητα της κατασκευής τους. Η έκταση του θαλάμου φτάνει συνήθως περίπου τα 7 τ.μ. και το σχήμα του, που άλλοτε εμφανίζεται τετράπλευρο και άλλοτε ελλειψοειδές ή πεταλόσχημο, εξαρτιόταν από την ποιότητα και τη σκληρότητα του εδάφους. Ο μεγαλύτερος θαλαμοειδής τάφος είναι ο λεγόμενος "τάφος των παιδιών του Οιδίποδα" στη Θήβα, ο οποίος είχε μάλιστα διακοσμηθεί με ζωγραφιστό διάκοσμο. Στην είσοδό τους οδηγούσε ένα μακρύ και στενό όρυγμα με συγκλίνοντα τοιχώματα, που ονομάζεται, όπως και στους θολωτούς τάφους, δρόμος. Στα τοιχώματα των δρόμων υπήρχαν συχνά κόγχες, όπου τοποθετούνταν νεκρικές προσφορές.

Οι θαλαμοειδείς τάφοι δίνουν τις περισσότερες πληροφορίες για τον τρόπο απόθεσης, τις ταφικές τελετές και τα κτερίσματα, καθώς, επειδή δεν ξεχωρίζουν από το έδαφος, βρίσκονται συχνά ασύλητοι. Η εικόνα των ταφικών εθίμων που δίνουν δεν είναι εντελώς ομοιόμορφη, αλλά αντίθετα φαίνεται ότι ποικίλλει αρκετά κατά περιοχή. Συνήθως ο νεκρός τοποθετούνταν στο δάπεδο του θαλάμου σε ύπτια θέση χωρίς συγκεκριμένο προσανατολισμό. Κοντά του τοποθετούνταν προσωπικά του αντικείμενα, όπως τα όπλα και οι σφραγίδες που χρησιμοποιούσε εν ζωή, μαζί με ταφικά κτερίσματα, συνήθως αγγεία και ειδώλια. Ο αριθμός των νεκρών που θάβονταν στον ίδιο τάφο ποικίλλει αρκετά και φαίνεται ότι εξαρτάται από τυχαίες συνθήκες που μπορεί να ήταν το μέγεθος του οικισμού, ο δείκτης της θνησιμότητας ή το διάστημα της χρήσης του. Κατά μέσο όρο σε κάθε τάφο αυτού του τύπου θάβονταν τρεις έως πέντε νεκροί, ενώ μερικοί από αυτούς ίσως είχαν χρησιμοποιηθεί και ως κενοτάφια.

Ύστερα από κάθε ενταφιασμό η είσοδος των τάφων φραζόταν με ξερολιθιά. Μπροστά στην είσοδο γίνονταν σπονδές που κατέληγαν στο σπάσιμο των αγγείων. Μετά το πέρας των νεκρικών τελετών ο δρόμος επιχωματωνόταν. Μερικές φορές επάνω από τον τάφο τοποθετούνταν εμφανή σήματα. Όταν ο τάφος επρόκειτο να επαναχρησιμοποιηθεί, απομακρύνονταν όλη η επιχωμάτωση του δρόμου και η ξερολιθιά από την είσοδο. Αν δεν υπήρχε αρκετός χώρος στο εσωτερικό του θαλάμου, τα οστά των προηγούμενων ταφών παραμερίζονταν για να τοποθετηθεί ο νέος νεκρός. Άλλοτε ο χώρος εκκενωνόταν εντελώς και τα οστά τοποθετούνταν σε λάκκους στο δάπεδο, στο δρόμο ή σε ειδικά διανοιγμένες κόγχες στα τοιχώματα του θαλάμου. Για τον ίδιο λόγο, την εξοικονόμηση δηλαδή χώρου αλλά και για απολυμανθεί ο θάλαμος, μερικές φορές τα παλαιότερα λείψανα καίγονταν.

Για την απόθεση των νεκρών στους θαλαμοειδείς τάφους χρησιμοποιούνταν μερικές φορές πήλινες λάρνακες, ένα έθιμο που παρατηρείται για πρώτη φορά στον αιγαιακό χώρο σε τάφους της μινωικής Κρήτης. Ένας μεγάλος αριθμός λαρνάκων της Υστεροελλαδικής ΙΙΙ Β και ΙΙΙ Γ περιόδου έχει βρεθεί στο εκτεταμένο νεκροταφείο της Τανάγρας στη Βοιωτία. Οι λάρνακες φέρουν συχνά ζωγραφισμένες παραστάσεις που απεικονίζουν θέματα σχετικά με τις ταφικές τελετές, όπως η πρόθεση και η εκφορά του νεκρού ή πομπές γυναικών που θρηνούν, πλουτίζοντας έτσι αρκετά τις γνώσεις μας για το είδος των ταφικών τελετών. Τα έθιμο της ταφής σε λάρνακες αλλά και τη συνήθεια να απεικονίζουν επάνω σ' αυτές θρησκευτικές και νεκρικές τελετές υιοθέτησαν οι Μυκηναίοι από τους Μινωίτες, αν συγκρίνει κανείς τα ευρήματα από την Τανάγρα με τις περίφημες παραστάσεις της σαρκοφάγου της Αγίας Τριάδας.

 
Κατόψεις διάφορων τύπων
θαλαμοειδών τάφων.