Τα ζωόμορφα ειδώλια αποτελούν μια από τις πιο αντιπροσωπευτικές κατηγορίες της νεολιθικής ειδωλοπλαστικής. Σ' αυτά αντανακλάται ο γεωργοκτηνοτροφικός χαρακτήρας της νεολιθικής οικονομίας, αφού στην πλειονότητά τους απεικονίζουν εξημερωμένα είδη ζώων, όπως αιγοπρόβατα, βοοειδή, χοίρους και σκύλους. Σπανιότερα αποδίδουν άγρια ζώα -κυρίως ελάφι, αρκούδα και κάπρο- υδρόβια πτηνά, βατράχους, χελώνες και φίδια.

Τα περισσότερα γνωστά δείγματα προέρχονται από την ανατολική Μακεδονία και τη Θεσσαλία και χρονολογούνται σε όλες τις περιόδους της Νεολιθικής. Στη νότια Ελλάδα και στην Πελοπόννησο εμφανίζονται μόλις κατά τη Νεότερη Νεολιθική.

Τα ζωόμορφα ειδώλια είναι στη συντριπτική τους πλειοψηφία πήλινα, ενώ σπανιότατα είναι τα δείγματα σε λίθο, οστό και όστρεο. Σε όλες τις περιπτώσεις αποδίδονται σχηματοποιημένα, γι' αυτό και δύσκολα ταυτίζονται με συγκεκριμένο είδος ζώου. Τα πήλινα κατασκευάζονται από συμπαγείς μάζες πηλού, και μόνο κατ' εξαίρεση με την τεχνική του εσωτερικού κενού. Απαντούν άβαφα και στιλβωμένα, ενώ συχνά οι κατασκευαστές τους αποδίδουν τις ανατομικές λεπτομέρειες του ζώου με γραπτές ταινίες ή εγχαράξεις, κατά τα πρότυπα διακόσμησης των αγγείων. Τα μικρότερα ειδώλια έχουν μέγεθος 2,5-4 εκατοστά και τα μεγαλύτερα ξεπερνούν τα 20 εκατοστά.



Ανάμεσά τους διακρίνονται αυτοτελή ειδώλια ζώων, δικέφαλα, προσαρμοσμένα σε αγγεία ή σε ομοιώματα οικιών, αλλά και ολόκληρα ζωόμορφα αγγεία. Σε δυο περιπτώσεις αναγνωρίζονται έγκυα ζώα, ενώ ένα πήλινο κεφάλι χοίρου προοριζόταν να κοσμήσει την πρόσοψη ομοιώματος οικίας.

Τα αυτοτελή ειδώλια μπορούσαν με βάση την κατασκευή τους είτε να σταθούν αυτόνομα στα πόδια τους είτε να αναρτηθούν με σχοινί από οπή που τα διαπερνούσε κατακόρυφα ή οριζόντια. Τέλος, τα ζωόμορφα αγγεία μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν σε ιδιαίτερες περιπτώσεις, όπως για παράδειγμα στην Πλατιά Μαγούλα Ζάρκου Θεσσαλίας, όπου το αιγοειδές αγγείο δέχθηκε τα καμένα οστά ενός νηπίου (Νεότερη Νεολιθική).