Αν και το βυζαντινό νομισματικό σύστημα προέβλεπε την ύπαρξη πολλών νομισματοκοπείων διασκορπισμένων ανά την επικράτεια, μέχρι τον 11ο αιώνα δε μαρτυρείται η λειτουργία νομισματοκοπείου, έστω και τοπικού, στον Πόντο, γεγονός που οφειλόταν πιθανότατα στη μειωμένη ασφάλεια της περιοχής, λόγω της γεωγραφικής απομόνωσης και των εχθρικών επιδρομών.
Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι μια ομάδα νομισμάτων κόπηκαν στην Τραπεζούντα κατά τη διάρκεια της κυριαρχίας του Θεοδώρου Α΄ Γαβρά. Πρόκειται για μικρά χάλκινα νομίσματα που κατατάσσονται στις ανώνυμες βυζαντινές κοπές του 11ου αιώνα, αν και μερικά από αυτά αναφέρουν τον αυτοκράτορα Αλέξιο Α΄ Κομνηνό. Η άποψη αυτή ωστόσο έχει δεχτεί έντονη αμφισβήτηση από την επιστημονική κοινότητα.
Νομισματική δραστηριότητα, ενδεικτική της ευημερίας της περιοχής και της έντασης των εμπορικών συναλλαγών, εμφανίζεται κατά το 13ο και 14ο αιώνα στην Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας. Τα ασημένια νομίσματα της Αυτοκρατορίας των Μεγάλων Κομνηνών ονομάστηκαν από τους συγχρόνους τους "άσπρα", προφανώς λόγω του χρώματός τους. Τουλάχιστον από το 14ο αιώνα ονομάζονταν και "Κομνηνάτα" (Cominiati στα λατινικά), λόγω της προέλευσής τους.
Ο πρώτος αυτοκράτορας ο οποίος έκοψε χάλκινο νόμισμα που έφερε το όνομά του ήταν ο Ανδρόνικος Α΄ Γίδων. Στο Μανουήλ Α΄ Μεγάλο Κομνηνό αποδίδονται οι πρώτες κοπές σε πολύτιμο μέταλλο. Πρόκειται για ασημένια κυρτά νομίσματα, με την παράσταση της ένθρονης Παναγίας στον εμπροσθότυπο και τη μορφή του αυτοκράτορα ισταμένου στον οπισθότυπο. Τα νομίσματα αυτά θεωρούνται εξέλιξη βυζαντινών κοπών του Αλεξίου Α΄ Κομνηνού. Τα διαδέχτηκαν επίπεδα νομίσματα με την παράσταση του αγίου Ευγενίου στον εμπροσθότυπο. Ο τύπος αυτός, με την απεικόνιση του πολιούχου αγίου στη μια πλευρά και του αυτοκράτορα στην άλλη, καθιερώθηκε με ελάχιστες εικονογραφικές παραλλαγές στην Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας. Το βάρος των νομισμάτων ήταν 2,9 γραμμάρια, γεγονός που παραπέμπει περισσότερο στο μουσουλμανικό dirhem ή σε σύγχρονες αρμενικές κοπές παρά στο βυζαντινό νομισματικό σύστημα. Η καθαρότητα σε ασήμι έφτανε γενικά το 95%. Στη διάρκεια της βασιλείας του Ιωάννη Β΄ και των διαδόχων του ωστόσο, το βάρος και η καθαρότητα των ασημένιων νομισμάτων μειώθηκαν σταδιακά, ακολουθώντας την παρακμή της αυτοκρατορίας.
Οι κοπές της Τραπεζούντας διέφεραν κατά πολύ από αυτές των κρατών που προέκυψαν μετά την άλωση της Πόλης το 1204, δηλαδή της Ηπείρου, της Θεσσαλονίκης και της Νίκαιας. Η επιλογή του ασημιού ως βασικού μετάλλου έγινε κατ' επίδραση των νομισματικών συστημάτων γειτονικών περιοχών και λόγω της δυνατότητας εξόρυξης του μετάλλου σε ορυχεία της περιοχής. Ας σημειωθεί ότι παρά το μονομεταλλικό χαρακτήρα του συστήματος η κοπή των ασημένιων νομισμάτων έβαινε παράλληλα με την κοπή αντίστοιχων χάλκινων κυρτών, απομιμήσεων παλαιοτέρων βυζαντινών νομισμάτων. Οι κοπές αυτές ονομάζονταν πιθανότατα από τους συγχρόνους τους "τραχέα", όπως και τα αντίστοιχα βυζαντινά νομίσματα.