Η αγροτική παραγωγή και η εμπορική δραστηριότητα υπήρξαν οι δύο άξονες στους οποίους στηρίχτηκε η ανθηρή οικονομία της Αυτοκρατορίας των Μεγάλων Κομνηνών και της πόλης της Τραπεζούντας ειδικότερα. Η πλούσια γη του Πόντου, με τις εύφορες κοιλάδες, τα μεγάλα δάση και λιβάδια, αποτέλεσε τη βάση της αυτάρκειας των κατοίκων σε γεωργικά και κτηνοτροφικά προϊόντα, καθώς και σε ξυλεία απαραίτητη στην οικοδομική και τη ναυπηγική. Πολλά από αυτά τα προϊόντα ήταν εξαγώγιμα, όπως και μέρος των αλιευμάτων των παραλίων.
Η κατανομή της γης στην περιοχή της Τραπεζούντας ακολουθούσε τα σχήματα που επικρατούσαν και στο υπόλοιπο Βυζάντιο, ενώ αντίστοιχη ήταν η φορολογία και η νομοθεσία που ρύθμιζε κατά καιρούς την εκμετάλλευση της γης. Από τα έγγραφα της περιοχής συμπεραίνεται ότι η μικρή ιδιοκτησία, που αρχικά συνυπήρχε με τη μεγάλη, απορροφήθηκε σταδιακά μέχρι τα τέλη του 13ου αιώνα από τις κτήσεις των μεγάλων οικογενειών, της Εκκλησίας, της αυτοκρατορικής οικογένειας και του αυτοκράτορα. Ωστόσο, στην περιοχή της Τραπεζούντας -αντίθετα από το υπόλοιπο Βυζάντιο και κυρίως τη Μικρά Ασία- η μεγάλη γαιοκτησία δεν αναπτύχθηκε υπερβολικά, λόγω της ορεινής διαμόρφωσης του εδάφους που δεν επέτρεπε τη δημιουργία πολύ μεγάλων κτημάτων, αλλά και ως αποτέλεσμα της πολιτικής των Μεγάλων Κομνηνών.
Στις πόλεις, και προπάντων στην Τραπεζούντα, ποικίλες ήταν οι "τέχνες" και τα "επιτηδεύματα" που ασκούσαν οι κάτοικοι. Χαρακτηριστική είναι η αναφορά του Ιωάννη Ευγενικού στην αυτάρκεια της Τραπεζούντας και στις δυνατότητες που παρείχε σε γεωργούς, βιοτέχνες και επαγγελματίες: "Μόνη γαρ ήδε πόλις, ή κομιδή γε συν ολίγαις, πάσιν έργοις και πάσαις επιστήμαις διαρκεί, και τα παρ' εαυτής απάσαις τέχναις και επιτηδεύμασι χορηγεί [...] τοις εμπόροις δε παν, ό,του δέοιντο [...]".