Η ελληνική εξωτερική πολιτική της τόσο κρίσιμης περιόδου 1897-1922 εμπνέεται από το κεντρικό ιδεολόγημα της Μεγάλης Ιδέας που εξέθρεψε τον ελληνικό εθνικισμό από το 1840, όλο και περισσότερο κυρίαρχο από τη δεκαετία του 1880.

Γύρω από τη Μεγάλη Ιδέα αναπτύχθηκαν σ' αυτή την περίοδο δύο κυρίαρχοι λόγοι που προσανατόλιζαν σε διαφορετικές κατευθύνσεις την ελληνική εξωτερική πολιτική και αντιπροσώπευαν δύο επίσης διαφορετικές εκδοχές της εθνικής ολοκλήρωσης: ο βενιζελικός και ο αντιβενιζελικός.

Ο πρώτος αποτελεί έκφραση των αλύτρωτων Ελλήνων και των μέχρι την προηγούμενη αλύτρωτων πληθυσμών των Νέων Χωρών που προσαρτήθηκαν με τους νικηφόρους Βαλκανικούς Πολέμους, ενώ ο δεύτερος έκφραση της Παλαιάς Ελλάδας.
Ο βενιζελισμός θα στοχεύσει στη "Mεγάλη Ελλάδα των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών" με κυρίαρχη αναφορά στο έθνος και θα εισηγηθεί την αλυτρωτική πολιτική που σήμαινε την επέκταση των ελληνικών συνόρων και τη συμπερίληψη στο ελληνικό κράτος των αλύτρωτων ελληνικών πληθυσμών.
Ο αντιβενιζελισμός θα αντιτάξει στον επεκτατισμό και τις θυσίες που συνεπάγεται η υλοποίησή του τη "μικράν πλην έντιμον Ελλάδα", με κυρίαρχη αναφορά το πριν από το 1912 κράτος. Τα χρόνια 1916-17 ο Διχασμός, που ως αφορμή έχει τη διαφωνία των ηγετών των δύο χώρων για τη θέση της Ελλάδας στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, θα αποτυπωθεί και γεωγραφικά σε δύο κράτη: των Αθηνών και της Θεσσαλονίκης.

Η αντίθεση των δύο χώρων, που συνδέεται με βαθύτερες κοινωνικοπολιτικές αντιθέσεις στην Eλλάδα της εποχής, εκδηλώθηκε με την αφορμή της θέσης της Ελλάδας στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο και συγκεκριμενοποιήθηκε στην προσωπική σύγκρουση του βασιλιά Κωνσταντίνου και του πρωθυπουργού Ελευθέριου Βενιζέλου, δίχασε τους Έλληνες και οδήγησε στην κρίση του Εθνικού Διχασμού που κορυφώθηκε τα χρόνια 1916-17.