Η περίοδος 1897-1922 ξεκινά με το τέλος του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897 για να τελειώσει με τη Μικρασιατική Καταστροφή και τον ξεριζωμό των ελληνικών κοινοτήτων της οθωμανικής Ανατολής.

Είναι ίσως η κρισιμότερη περίοδος για την ελληνική εξωτερική πολιτική και την ικανοποίηση των εθνικών διεκδικήσεων, όπως αυτές είχαν διαμορφωθεί στο πλαίσιο του αλυτρωτισμού και του οράματος της Μεγάλης Ιδέας που αναδείχθηκαν σε κεντρικά στοιχεία της ελληνικής εθνικής ιδεολογίας ήδη από τις απαρχές της συγκρότησης του ελληνικού κράτους. Η αλυτρωτική πολιτική δοκιμάστηκε σε όλη τη διάρκεια της περιόδου αυτής, άλλοτε με επιτυχία όπως συνέβη στη διάρκεια των δύο Βαλκανικών (1912-13, 1913) και του Α' Παγκόσμιου Πολέμου και άλλοτε με καταστροφικά αποτελέσματα όπως συνέβη με τις επιχειρήσεις του ελληνικού στρατού στη Μικρά Ασία (1919-1922).

Πρόκειται ταυτόχρονα για την εποχή ανάπτυξης των βαλκανικών εθνικισμών που ανταγωνιστικοί μεταξύ τους διεκδίκησαν τις ίδιες περιοχές και προσπάθησαν να εξασφαλίσουν επικράτειες που θα επέτρεπαν τη βιωσιμότητα και την ανάπτυξη των εθνικών κρατών τους. Τα βαλκανικά κράτη αναμετρήθηκαν στους Βαλκανικούς Πολέμους τόσο με την Οθωμανική Αυτοκρατορία όσο και μεταξύ τους για την προσάρτηση εδαφών και πληθυσμών σ' έναν ευαίσθητο χώρο, όπου συγκατοικούσαν πληθυσμιακές ομάδες με διαφορετική πολιτισμική ταυτότητα και αδιαμόρφωτη συχνά εθνική συνείδηση.

Οι νικηφόροι Βαλκανικοί Πόλεμοι (Α' και Β') προσέδωσαν στην Ελλάδα τα εδάφη της Μακεδονίας, της Ηπείρου και της Κρήτης και την κυριαρχία στα νησιά του βορειοανατολικού Αιγαίου.

Η ελληνική εξωτερική πολιτική της περιόδου σφραγίστηκε από την προσωπικότητα και τους χειρισμούς του Ελευθέριου Βενιζέλου. Ο κρητικός πολιτικός υποστήριξε με πάθος την επέκταση της Ελλάδας, στο πλαίσιο της τότε συγκυρίας και σε πρόσδεση με τις δημοκρατικές χώρες της Δυτικής Ευρώπης και κυρίως την Αγγλία.
Ο άλλος παράγοντας που συνέβαλε στη διαμόρφωση της εξωτερικής πολιτικής της εποχής ήταν ο βασιλιάς Κωνσταντίνος, ο οποίος υποστήριζε την ουδετερότητα της Ελλάδας, ευνοϊκή προς τις Κεντρικές Αυτοκρατορίες, λόγω συγγενειών πραγματικών και πολιτικοϊδεολογικών με αυτές. Γύρω του συσπειρώθηκαν όσοι διαφωνούσαν με τη βενιζελική πολιτική στο σύνολό της, αντιδρώντας ταυτόχρονα και στις εσωτερικές κοινωνικοπολιτικές μεταρρυθμίσεις που εισηγούνταν ο Βενιζέλος. Η οξύτατη διαφωνία πρωθυπουργού και βασιλιά οδήγησε στον Εθνικό Διχασμό που έληξε με την επικράτηση των βενιζελικών και την είσοδο της Ελλάδας στον πόλεμο στο πλευρό των Αγγλογάλλων.

Στη διάρκεια του Α' Παγκόσμιου Πολέμου και εν μέσω του αποικιακού ανταγωνισμού των Μεγάλων Δυνάμεων στο χώρο της Βαλκανικής και της Ανατολικής Μεσογείου γενικότερα, η Ελλάδα προσπάθησε να επιτύχει τα μεγαλύτερα δυνατά κέρδη από την καταρρέουσα Οθωμανική Αυτοκρατορία.

Αναλήφθηκε τότε η Μικρασιατική Εκστρατεία στην προσπάθεια της Ελλάδας, ως συμμάχου των νικητριών Δυνάμεων και μέλους της Συνδιάσκεψης της Ειρήνης, να εκπληρώσει τις επιδιώξεις της.

Με τη βραχύβια συνθήκη των Σεβρών η Ελλάδα απέκτησε για λίγο τη μεγαλύτερη έκτασή της, κερδίζοντας τα Δωδεκάνησα, τη Θράκη και μια ζώνη στη δυτική Μικρά Ασία γύρω από τη Σμύρνη. Η "Μεγάλη Ελλάδα των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών" στάθηκε για ένα ελάχιστο διάστημα πραγματικότητα. Ο ανταγωνισμός όμως των συμφερόντων των δυτικών συμμάχων και η μεταστροφή της ανατολικής πολιτικής τους, σε συνδυασμό με την πολιτική αλλαγή του Νοεμβρίου του 1920 που έφερε και πάλι στην εξουσία τον ανεπιθύμητο στους συμμάχους Κωνσταντίνο, ανέστρεψαν την πραγματικότητα αυτή. Το εγχείρημα της Μικρασιατικής Εκστρατείας κατέληξε στην οριστική αποχώρηση του ελληνικού στοιχείου από τις εστίες του στη Θράκη, τον Πόντο και τη Μικρά Ασία.

Από την "Ελλάδα των Σεβρών" παρέμεινε μόνο η δυτική Θράκη και η κατοχυρωμένη κυριαρχία στα νησιά του Αιγαίου. Συνολικά, στη δεκαετία 1912-22 η Ελλάδα διπλασίασε την έκταση και τον πληθυσμό της αποκτώντας τα οριστικά της σύνορα πλην των Δωδεκανήσων, τα οποία θα μείνουν στην ιταλική κυριαρχία ως το τέλος του Β' Παγκόσμιου Πολέμου.Την ίδια εποχή και οι άλλες εθνικές διεκδικήσεις, η Βόρειος Ήπειρος και η Κύπρος, θα αποτελέσουν αντικείμενο διαπραγμάτευσης, για να χαθεί τότε οριστικά η πιθανότητα συμπερίληψής τους στο ελληνικό κράτος.

Από την επόμενη περίοδο, του Μεσοπολέμου, η ελληνική εξωτερική πολιτική θα μεταστραφεί ολοκληρωτικά, εγκαταλείποντας κάθε μεγαλοϊδεατική βλέψη και θέτοντας ως στόχο την καλή γειτονία με την Τουρκία και τα άλλα βαλκανικά κράτη και την προάσπιση του εθνικού εδάφους από κάθε επιβουλή.