Ήδη από το 1878 η Κύπρος με την αγγλοτουρκική σύμβαση της Κωνσταντινούπολης βρέθηκε σε ένα ιδιόρρυθμο διεθνές καθεστώς, κατά το οποίο το νησί ανήκε στη de facto κυριαρχία της Αγγλίας,

η οποία αναλάμβανε την κατοχή και τη διοίκηση, και στη de jure κυριαρχία του σουλτάνου. Η προσάρτηση της Κύπρου στη βρετανική αυτοκρατορία σημειώθηκε το 1914, όταν, με την κήρυξη του Α' Παγκόσμιου Πολέμου και καθώς οι δυο χώρες βρέθηκαν αντίπαλες, καταγγέλθηκαν οι μεταξύ τους συμβάσεις, ανάμεσά τους και αυτή του 1878.

Αυτή την εποχή το κύριο πρόβλημα της Κύπρου ήταν η φορολογική απομύζηση που επέβαλαν οι Άγγλοι από την αρχή της κατοχής, για να πληρωθεί η αποζημίωση στο σουλτάνο για την παραχώρηση του νησιού.
Με την αγγλική κατοχή πάντως, την απαλλαγή στην ουσία από την οθωμανική κυριαρχία, ενισχύθηκε εθνολογικά το ελληνικό στοιχείο, αφού οι συνθήκες έγιναν ασφαλέστερες για τους Έλληνες με την αποχώρηση των Τούρκων. Σημειώθηκε αύξηση του ελληνικού πληθυσμού, ενώ ταυτόχρονα ένα ποσοστό του μουσουλμανικού μετανάστευσε στην Τουρκία μετά την εγκαθίδρυση της αγγλικής κυριαρχίας στο νησί. Τα χρόνια αυτά συνεχίστηκε το μεταναστευτικό ρεύμα Ελληνοκυπρίων προς την Αίγυπτο που είχε αρχίσει ήδη από το 1860, ενώ στη δεκαετία 1910-20 κατευθύνθηκε και προς την Αμερική.
Την περίοδο αυτή σημειώθηκε ανάπτυξη των οικονομικών δραστηριοτήτων και κυρίως δημιουργία υποδομής για μελλοντική οικονομική ανάπτυξη, ενώ πραγματοποιήθηκαν ταυτόχρονα κοινωνικοί μετασχηματισμοί. Αυτοί οδήγησαν σε πολιτικές διαμάχες και κοινωνικές διεκδικήσεις που εκδηλώθηκαν ήδη από τώρα, για να κορυφωθούν στη διάρκεια του Μεσοπολέμου. Από το τέλος του αιώνα σημειώνεται έντονη εκπαιδευτική δραστηριότητα και πνευματική κίνηση. Από τότε κυριαρχεί η δημοτική ως γλωσσικό όργανο στη λογοτεχνία, ενώ εμφανίζονται τα πρώτα δείγματα της κυπριακής αφηγηματικής πεζογραφίας.

Η απογοήτευση των Κυπρίων από τη διακυβέρνηση και την οικονομική εκμετάλλευση των Άγγλων συνέβαλε και αυτή στην ανάπτυξη ολοένα και εντεινόμενου αλυτρωτικού κινήματος στο νησί.

Το αίτημα της Ένωσης με την Ελλάδα εκδηλωνόταν συστηματικά από την αρχή της αγγλοκρατίας. Το 1903, το ενωτικό αίτημα διατυπώθηκε για πρώτη φορά επίσημα από τους έλληνες βουλευτές στο Νομοθετικό Συμβούλιο. Επαναλήφθηκε το 1904 και το 1907 περιλήφθηκε σε υπόμνημα που επιδόθηκε στον Τσώρτσιλ. Οι κινήσεις αυτές είχαν ως αποτέλεσμα τη διαμόρφωση ανταγωνιστικών σχέσεων με τους τούρκους εκπροσώπους. Προφανώς στο εξής οι διαφορετικοί εθνικοί προσανατολισμοί Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, ενισχυμένοι έντεχνα από τους Άγγλους κυριάρχους, άρχισαν να θέτουν οξύ ζήτημα στην Κύπρο. Το 1911-12 το ενωτικό αίτημα ως μελλοντική πιθανότητα επαναλήφθηκε στα σχετικά διαβήματα. Στην πολεμική εξόρμηση για την εθνική ολοκλήρωση οι Κύπριοι συμμετείχαν ως ενθουσιώδεις εθελοντές αλλά και με εράνους. Η προσάρτηση το 1914 χαιρετίστηκε από τους Κύπριους με ανακούφιση ως απαλλαγή από την οθωμανική εξουσία και προσέγγιση του στόχου της εθνικής ολοκλήρωσης, δηλαδή της Ένωσης. Οι Κύπριοι στρατεύτηκαν εθελοντικά στις βοηθητικές δυνάμεις της Aγγλίας και στάλθηκαν στα μέτωπα της νοτιοανατολικής Ευρώπης. Ο ενθουσιασμός ήταν έντονος και οι κυπριακές εφημερίδες έγραφαν πυρετωδώς για την Ένωση. Το γεγονός μάλιστα ότι η Αγγλία στις διαπραγματεύσεις με την Ελλάδα, προκειμένου η τελευταία να προσχωρήσει στην Εntente, πρότεινε την παραχώρηση της Κύπρου, έστω κι αν η πρόταση έπεσε στο κενό από την τότε κυβέρνηση Ζαΐμη και η Αγγλία βιάστηκε να την πάρει πίσω, θεωρήθηκε μια νομιμοποίηση από αγγλικής πλευράς των εθνικών αιτημάτων. Κατά τα άλλα τα αιτήματα αυτά αγνοήθηκαν σε όλη τη διάρκεια της αγγλικής κατοχής.
Στη διάρκεια των διαπραγματεύσεων μετά το τέλος του πολέμου κυπριακή αποστολή ήταν παρούσα αγωνιζόμενη για την Ένωση με την Ελλάδα. Το 1920 όμως τελικά ανακοινώθηκε επίσημα στην κυπριακή αποστολή ότι η βρετανική κυβέρνηση απέρριπτε το αίτημά τους. Η απογοήτευση αλλά και οι νέες ελπίδες θα δημιουργήσουν το κλίμα για τους εθνικούς αγώνες στη μεσοπολεμική εικοσαετία.